- ευμάθεια
- η способность к учению, понятливость, сообразительность, смышлёность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμαθείᾳ — εὐμαθείᾱͅ , εὐμάθεια readiness in learning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάθεια — readiness in learning fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek
εὐμαθείας — εὐμαθείᾱς , εὐμάθεια readiness in learning fem acc pl εὐμαθείᾱς , εὐμάθεια readiness in learning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθίαι — εὐμάθεια readiness in learning fem nom/voc pl (ionic) εὐμαθίᾱͅ , εὐμάθεια readiness in learning fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθίαις — εὐμάθεια readiness in learning fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθίην — εὐμάθεια readiness in learning fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθίης — εὐμάθεια readiness in learning fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθίῃ — εὐμάθεια readiness in learning fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάθειαν — εὐμάθεια readiness in learning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαθία — εὐμαθίᾱ , εὐμάθεια readiness in learning fem nom/voc/acc dual (ionic) εὐμαθίᾱ , εὐμάθεια readiness in learning fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)